-
1 разрядка
разрядка ж полит· η ύφεση· \разрядка международной напряжённости η ύφεση της διεθνούς έντασης' политика \разрядкаи напряжённости η πολιτική κατευνασμού* * *ж полит.η ύφεσηразря́дка междунаро́дной напряжённости — η ύφεση της διεθνούς έντασης
поли́тика разря́дки напряжённости — η πολιτική κατευνασμού
См. также в других словарях:
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Τσάμπερλεν — (Chamberlain). Επώνυμο 3 Άγγλων πολιτικών. 1. Τ. Τζότζεφ (1836 – 1914). Αρχικά ασχολήθηκε με το εμπόριο και με διάφορες βιομηχανικές επιχειρήσεις, που του απέφεραν τεράστια περιουσία. Το 1874 εγκατέλειψε τις επαγγελματικές του ασχολίες και… … Dictionary of Greek
Ίντεν, Ρόμπερτ Άντονι — (Sir Robert Anthony Eden, Ντέραμ 1897 – Γουιλτσίαρ 1977). Άγγλος πολιτικός. Εξελέγη βουλευτής σε ηλικία 26 ετών και το 1931 έγινε υφυπουργός Εξωτερικών. Τo 1935 αντιπροσώπευσε τη χώρα του στην Κοινωνία των Εθνών και τον ίδιο χρόνο ανέλαβε το… … Dictionary of Greek
Πιρς, Φράνκλιν — (Pierce, 1804 – 1869). Πρόεδρος των HΠΑ. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου με επιτυχία αλλά τελικά προτίμησε να ασχοληθεί με την πολιτική ως μέλος του Δημοκρατικού κόμματος. Σε πολύ σύντομο διάστημα έγινε γνωστός στις ΗΠΑ, κυρίως χάρη στη… … Dictionary of Greek
Τσόρτσιλ, σερ Ουίνστον Λέοναρντ Σπένσερ — (Churchill, Οξφόρδη 1874 – Λονδίνο 1965). Άγγλος πολιτικός. Γιος του λόρδου Ράντολφ, τριτότοκου του δούκα του Μάρλμπορο, άρχισε τις σπουδές του στο Χάροου και τις συνέχισε στη στρατιωτική σχολή του Σάντχερστ, απ’ όπου βγήκε το 1895 αξιωματικός… … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek